3 Ιανουαριου 1889

Η αφήγηση Η περφορματίβα

ωχ, αλογώ και χαίρουμαι
ληθεύω και πλανούμαι

Σαν σήμερα, το 1889, ο Νίτσε εγκατέλειψε τον υπερκωδικωμένο κόσμο του καιρού του και προσχώρησε στην άφροντι εγκατάλειψη των σκοπών, ήτοι των αρχειοθετημένων υποσχέσεων και οφειλών. Πέρασε μέσα από το σχίσμα
ά λ ο γ ο.
Είδε, βγαίνοντας από το σπίτι του, έναν αμαξά στην προσπάθειά του να φτάσει την οριογραμμή του αλόγου του. Το άλογο δεν είναι για έτσι όμως. Δεν έχει ρίζες στους σκοπούς. Ο Μπέλα Ταρ το δείχνει διαυγώς και εντίμως στο σχόλιό του τιτλοφορούμενο ως Το Άλογο του Τορίνο (η σκηνή στο σταύλο, με το άλογο κατατονίκ· το άλογο δεν χωρογραφείται, δεν χρειάζεται να το σκεφτείς καν). Το άλογο αποκλεισμένο από τα “ανθρώπινα”, εδώ και κάποιους αιώνες, με την συμπαραγωγή των έλλογων μανιών του ωφελιμισμού.

Πετάξτε / όλους τους βούρδουλες και παραδώστε
το σώμα στις γυναίκες

Ο ακάματος χορευτής Νίτσε όρμηξε λοιπόν, και αγκάλιασε το άλογο. Αυτό, τον υποδέχθηκε μοιραία. Η συνάντηση είχε προαποφασιστεί και δηλωθεί εναργώς με παντοίους τρόπους στις χρόνιες νιτσεϊκές διεργασίες·  άλλοτε οι υπαινιγμοί στα corpora του Νίτσε, άλλοτε οι περιδιαβάσεις Νίτσε, είτε οι νομαδικές τροχιές τους, τα νεύματα Νίτσε, η χαρτογράφηση της Ευρώπης με τον κυρίαρχο πολιτισμό από το σώμα Νίτσε, η adestination Nietzsche_
η μηχανή Νίτσε …

Το ρήνο

το ρήνο πρόσχαρο κυλάει
και πάει σιμά και κατουράει
του κόσμου την αρίδα

την άλογον συνασκείν αίσθηση
Screen Shot 2015-07-16 at 11.38.08 μ.μ.

Ποικίλη Ιστορία/ μτφρ:/ Για μια έλλογη δόξα, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, αλόγως εύλογα συνάσκησε το άλογο συναισθάνειν. Είχε χαραματιά στο στήθος τον έρωτα του εργότερου Λοξία του πεντάπλαστου για τις πλάνες. Προφάσεις αλόγους εν αλόγω υστεορήσας.
/τεορί_/
[από τα Μικρά λογικά,ΙΙ,436]

Screen Shot 2015-07-16 at 11.45.55 μ.μ.

ο διαφεύγων του χρέους

Screen Shot 2015-07-16 at 11.47.11 μ.μ.

αχρέωτος Νίτσε στον Αιώνα!

Ο Νίτσε πόλη

Μου είπε κάποτε
Εδώ στο Τορίνο νοιώθω εξαίσια, όπως ο πρίγκηπας Doria και Κολόμβος! που από το παράθυρό του μπορεί και βλέπει πολύ μακρυά, πέρα, πάνω από τα ύψη μια άλλης πόλης που μόνο αχνοφαίνεται ακόμα και όσο πιο ψηλά πάει το βλέμμα τόσο πιο ευκρινή είναι τα νεύματα και τα ενδιαμέσα ρευστά τους που μπορώ να διακρίνω κάτω στον δρόμο. Τον αιώνα του Τορίνο θα τον διασχίσω με τα πόδια. Ή την Αλήθεια ή την Περιπλάνηση. Από εδώ δεν έχω πια να επιστρέψω, τώρα βρήκα τα νεύματα, ενθουσιαστικά όλα, να τα διασχίσω σαν να είμαι εγώ. Αυτός είναι ο αιώνας των ποδιών. Σε κάθε πόλη έχανα την ομπρέλα μου, στο Τορίνο δεν χρειάζομαι πια σημάδια. Το χαρούμενο και ηλιόλουστο Τορίνο. Τι στιβαρότητα, τα πεζοδρόμια, λεωφορεία, τραμ…όλα συμβάλλουν σε κάτι υπέροχο! Ακόμη κι ο αέρας, λές και όλα τα αισθητά στην πόλη αποστάζονται στον αέρα και εισπνέεις την πόλη, αναπνέεις με την πόλη όπως ακριβώς όταν βαδίζει κανείς στα πολύ στενά ορεινά μονοπάτια της σκέψης και ευδαιμονεί σύγκορμος με τις λεπτότατες φανερώσεις του ψυχρού αέρα. Από τους δρόμους βλέπω απέναντι τις χιονισμένες Άλπεις, εκεί που ήταν άλλοτε το σπίτι μου, το περιβάλλον μου που τώρα πια είναι αυτή η πόλη, εδώ στο τορινό μου κατάλυμα το κάθε τι  είναι αφορμή για φιλοσοφική δραση. Και το Τορίνο είμαι εγώ. Είμαι η Αουγκούστα Τζούλια Ταουρινόρουμ!

Μου είπε κάποτε
Συμπαρασύρομαι από το ιπποφανές της δρομαίας σκέψης μες στα υλικά της πόλης σαν περιπατητής αρχιτέκτονας που φτιάχνει σχέδια, προοπτικές και κατόψεις στο διάβα του. Έτσι κυλάει η σκέψη. Να, για παράδειγμα, η Mole Antonelliana είμαι εγώ. Η τολμηρή exaltation, η άρση που αίρει την μπλέξη με το παρατηρούμενο. Η υπερύψωση. Να κινείσαι πάνω από τα πράγματα, αυτό είναι κάτι. Από εδώ όλα φανερώνονται τρισδιάστατα, ακόμα και οι σκέψεις των κατοίκων, τα έντονα χρώματα των αισθημάτων τους, οι ανομολόγητες προθέσεις. Όλα γίνονται ξεκάθαρα, αποκτούν μια συμπαγή καθαρότητα.

Mου είπε κάποτε
Eίμαι αυτό κι εκείνο με μια κοσμοχαλασιά σε κάποιες στιγμές μου…
Είμαι ο ξυλουργός που διασχίζει τον δρόμο αυτό το καθαρό πρωινό του Ιανουαρίου είμαι και το σχήμα της δοκού από τη ράσπα του. Και είμαι αυτός ο φιλόδοξος επιχειρηματίας έξω από το μαγαζί με τα κρασιά και τα βερμούτ που φαντάζεται το όνομά του γραμμένο στον ουρανό Martini, Sola & Cia. Και είμαι αυτή η γυναίκα που ανεβαίνει πρώτη φορά στο τραμ, κι είμαι η κλωτσιά της αδράνειας στο στομάχι και η πόλη που φεύγει ανάποδα μέσα από τα παράθυρα. Και είμαι ο γαλατάς που στέκεται χάσκοντας με την άδεια κλούβα του μπροστά απ’ την αφίσα του θεάτρου κι αυτό το τσούρμο μαθητών που ξεχύθηκε στη Via Roma. Είμαι και η ανάσα του βουνού που κατεβαίνει με μια δρασκελιά και ο σιδερένιος ταύρος είμαι που ξερνάει το νερό του Πάδου και ο εξαντλημένος οικοδόμος που σκύβει να πιει. Κι είμαι αυτό το άλογο, απέναντι απ’ το ταχυδρομείο. Μαστιγωμένο αλύπητα από τον αμαξά σήμερα το πρωί, 3 Ιανουαρίου του έτους 1889, στο Τορίνο.

Επιστροφή

Ώσπου έρχεται η στιγμή να εμφανιστεί φάντασμα ο Γκοντό ή ο μικρός αναπληρωματικός του που ωρίμασε στις συνθήκες, κομίζοντας τα  αναμενόμενα.
[θόρυβος/εντάσεις από ασημαίνουσες αλυσίδες]
σαν ένα σημείο έντασης μισός Γκοντό αφιχθείς μισός ο μικρός ξανά και μισός παραίσθηση
[θρόισμα από ασημένιες αλογίδες]

Εξαντλημένος κόσμος, άπορος

Ο Εξαντλημένος

Ο Εξαντλημένος έχει μια ανοιχτωσιά: να εξαντλεί τις δυνατότητες. Εν αντιθέσει με τον κουρασμένο ο οποίος δεν είναι ενδιάθετος καμιάς δυνατότητας.

ΣΟΥΤΡΑ ΤΟΥ ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟΥ

Άνοιξε τα μάτια του
έσβησε τα βήματα
ο Εξαντλημένος

Σκόρπισε στον δρόμο του
το βουνό το στήθος του
ο Εξαντλημένος

Όλα μες στο δρόμο του
άλογο τα λόγια του
ο Εξαντλημένος

Τάχα κάποιος γύρισε
μα κανείς δεν άκουσε
ο Εξαντλημένος

Μέρα-νύχτα γύριζε
αμαξάς της κοίτης του
ο Εξαντλημένος

Κόρη και γυναίκα του
έτρωε μαύρο σύνορο
ο Εξαντλημένος

Τελευταίος άνθρωπος
πρώτος που θα πέθαινε
ο εξαντλημένος

Πρώτος-πρώτος άνθρωπος
πρώτος που θα πέθαινε
ο Εξαντλημένος

Κουκί κουκί
λευκή κουκί
κουκίδα ξέμακρη

ο Εξαντλημένος

Ρέστα

Οι μεγάλες εντάσεις διαφεύγουν της αναπαράστασης, είναι φάσματα δονικά, με πλήθος αρμονικών και ρυθμολόγιο ακαταχώρητο ακόμη. Η ετυμολογία είναι νευματολογία, πνευματολογία: ποια νεύματα, ποιες λέξεις στοιχειώνουν μια λέξη, μαζί και η προσπάθειά της για διαφυγή προς άλλ…

/

.

*Ευγενία Βάγια.

.