«ΜΟΝΟ ΜΕ ΑΝΟΥΣΙΕΣ ΠΑΡΕΕΣ ΜΗ ΜΠΛΕΞΕΙΣ, ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΥΣ ΔΗΛΑΔΗ»

μου συνέστησε η γιαγιά μου η Χρυσάνθη, μικρό πουλάκι όταν ήμουν.

– Πώς έτσι, γιαγιά; την ρώτησα.

– Μπορούν την τρίχα να την κάνουν τριχιά.

Από τη μύγα ξύγκι που λέμε;

– Άναμπράβο! Αυτός είσαι!

– Ποιος είμαι, τι ενοείς, το ξύγκι;

– Γενικά μιλάω.

– Γιαγιά χθες νόμιζα ήμουν νύχτα μέσα στη νύχτα!

– Και…;

– Και αυτό. Δεν έχει άλλο. Πήγαινα έτσι σαν αυτό, έτσι έκανα.

– Καλά δεν είναι κάτι κακό. Φτάνει να προσέχεις και να βάζεις πάντα ανάμεσα, εκεί που φτιάχνονται όλα τα πράγματα, να βάζεις το σωτήριο “ΚΑΙ”. Σα να λέμε, ήμουν εγώ και νύχτα και ό,τι άλλο σου επιφυλάσσει η περίσταση, και μια θάλασσα μικρή, όπως λέμε καμιά φορά σε στιγμές έλλογης σαστιμάρας, όχι αναίτια, πάντως.

– Πώς αυτό, γιαγιά;

– Διότι αν πας χωρίς το συναρμοστικό “και” θα σε πάρει μπάλα το ΕΓΩ σου και θα κυνηγάς την ουρά σου. Θα φτιάχνεις σπείρες λαβυρινθώδους ασχημίας και αήθειας πνευματικής. Θα θέλεις κατασκευαστικά διαγράμματα για να βγεις από το αλαλλάζον κύμβαλοτεχνούργημα, τον αυτιστικό λαβύρινθο που έστησες για να σε παγιδεύσεις με σκοπό το κέρδος.

– Αμάν ζημιά!

– Εμ! Κι όλα αυτα γιατί, ποιος ο λόγος; Προς δόξαν μιας απαρέγκλιτης κορδώνας από κάρβουνο; Τσάμπα οι πράξεις. Καλύτερα κάθησε να παρατηρείς τον κόσμο που τσίτσιδος σου φανερώνεται, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Λίγο μόνον κρατάνε τα πανηγύρια.

Έξω στο δρόμο, ένας κουρελής έσερνε ένα έρμαιο φωτισμένης απάθειας που σάλευε να σκαλωθεί κάπως καλύτερα, έτσι που είχε μουδιάσει οληνώρα σε μία πόζα. Κοιτούσε η γιαγιά, κοιτούσα κι εγώ σοκαρισμένος, ως άμαθο από τέτοια που ήμουν. Μάλλον όχι, η νύχτα ήταν άμαθη ακόμη, εγώ δεν ήξερα, η γιαγιά ήξερε, η νύχτα ήξερε τη γιαγιά μου και το σπίτι της στην Παλαιών Πατρών, εκείνο που της το πήραν κοψοχρονιά.

– Μαλακίες! μονοτόνησε λεκτικά η γιαγιά μου που είχε περιπετειώδη ζωή και μιλούσε καλές γλώσσες.

Σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο φωνάζοντας στο θλιβερό θέαμα.

– Θάρρος μωρέ! Φανείτε έστω για μια στιγμή γενναίοι, πόσο θα κοστίσει στη ζωή σας;

Περιμέναμε την μπάντα του επιτάφιου. Περνούσε κάθε χρόνο κάτω από το μπαλκόνι του ωραίου σπιτιού της και η γιαγιά Χρυσάνθη τους πρόγγιζε να φύγουν μην και χαλάσουν την ασημένια εικόνα της μπάντας που αχνογυάλιζε ήδη από το βάθος του δρόμου.

Αυτό που με συνέπαιρνε από όλη εκείνη την παράτα, ήταν τα ασημένια κράνη των τυμπανιστών της μπάντας που έλαμπαν μέσα στο σουρουπωμένο ακόμα βράδυ. Ούτε καν τα κράνη. Μόνο το σημείο όπου το φως του δρόμου επάνω τους γινόταν λάμψη. Μόνο αυτό είχε σημασία για μένα. Μόνο μια νύχτα κάθε χρόνο. Γινόμουν νύχτα μόνο για μια στιγμή από λάμψεις. Αν δεν υπήρχε αυτή δεν θα υπήρχε τίποτα, ίσως ούτε η γιαγιά μου η Χρυσάνθη. Αν δεν μπορούσα να έχω την λάμψη ίσως να ήμουν εγώ κάτι από εκείνο το ζεύγος που σέρνονταν στο δρόμο σαν θολή μουτζούρα. Διαλεκτικής φύσης πάντα.