Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΟΥ


 
Εγώ δεν πίστεψα ποτέ στον θάνατό μου. Η πίστη αυτή, που λένε ότι την έχουν όλοι μέσα τους από τη γέννησή τους, μέσα μου δεν υπάρχει. Ούτε ιδέα. Ούτε καν. Είναι οι άλλοι που σπεύδουν να μου την επιβάλουν, οι άλλοι τολμούν να μου το πουν κατάμουτρα πως κάποτε κι εγώ όπως και τόσοι άλλοι θα πεθάνω! Πώς το ξέρουν; “Η μόνη βεβαιότητα!” επιμένουν, κυνηγώντας τα μάτια μου για να τη διακρίνουν. Μα εγώ τα στρέφω όλη την ώρα μέσα μου και ψάχνω, δεν υπάρχει. Τίποτα, ούτε η ιδέα, ούτε η πίστη, ούτε ο φόβος. Ούτε η ελπίδα. Για τι πράγμα μιλούν; Κι αυτό το “κάποτε” τι φάση; Τι αφελής παρηγοριά! Κάποτε, τονισμένο στην προπαραλήγουσα σαν κάτι απίθανο κι άλλοτε σε μια πρώτη συλλαβή που στη συνέχεια αποχωρίστηκε και χάθηκε, έξω απ’ τη λέξη, μακριά της. ‘Καποτε, ‘καποτε. Κα- ποτέ, τους αντικρούω αντιστεκόμενη. Ορίστε που η λέξη περιέχει μέσα της αυτή τη δυνατότητα. Το βρίσκετε παράλογο; Απ’ τη μεριά μου πάλι βρίσκω λογικό να θυμώνω μ’ όποιον κοτάει να μου το ψιθυρίσει στο αυτί. Το βρίσκουν μπόσικο το αυτί, δεν αντιδρά, στέκει παθητικό και τους ακούει που μιλούν για θάνατο οληνώρα, αλλά αργότερα το σώμα, ολόκληρο το σώμα από τα σπλάχνα διαμαρτύρεται, ουρλιάζει από μέσα, από μέσα μου, από τα έντερα, ποτέ, ποτέ. Φουντώνει η αντίδραση σαν κύμα και άλλη λύση δεν υπάρχει. Κι ας λένε ότι με νοιάζονται και μ’ αγαπάνε, καλύτερα να φεύγω, πρώτη εγώ να τους γυρνώ την πλάτη, αντί εκείνοι να με κλαίνε. Όλοι, αυτοί που γνώρισα και δεν με πίστεψαν ποτέ, απ’ όλους έχω πια ξεφύγει, αντιγυρίζοντας στη δυσπιστία τους την περιφρόνηση, στη βεβαιότητά τους την βεβαιότητά μου, γιατί ούτε κι εκείνοι γνωρίζουν, ούτε μαντεύουν σωστά, μόνο επαναλαμβάνουν οι μεμψίμοιροι παπαγάλοι αυτό που άκουσαν από άλλους, για άλλους, για τα μιλιούνια των πεθαμένων όπου γης. Κανείς δεν ξέφυγε γαμώ την φαντασία τους, κανείς! Κι αφού το νιώθω, βιάζονται να με κατατάξουν στις χωμάτινες στρατιές, εμένα που τάχα τόσο μ’ αγαπάνε, παίρνω των ομματιών μου για τη χώρα του αεί, αφήνοντας αποχαιρετιστήριο δώρο την ώρα μου, ώρα την ώρα, μέρα τη μέρα, αυτή που συσσωρεύτηκε εξαρχής, και έφυγα, αντίο έχω φύγει. Και εξ αποκαλύψεως άλλωστε πώς αλλιώς, μπορώ επιπροσθέτως να ισχυριστώ ότι χαρίζοντάς τους από τον χρόνο μου όσο θεώρησα αρκετό για να πειστούν περί του αντιθέτου, περί της μη αμφισβητήσιμης αθανασίας μου, κερδίζω ήδη τη ζωή μου. Μια διόλου μάταιη ζωή. Τις πεισιθάνατες ιδέες, τις νηπιακές επιστήμες, τους ανώφελους συναισθηματισμούς και τα φτηνά τους δράματα, δεν τα ‘χω ανάγκη. Απλώνουν βέβαια και τώρα τα κουλά τους να με κρατήσουν δίπλα τους, με χίλιες δυο δικαιολογίες εκλιπαρούν να μείνω, για να ‘χω τάχα συντροφιά σ’ αυτό που έρχεται, σ’ αυτό που βλέπουν, σ’ αυτό που φτάνει όπως λένε, όλο και πιο κοντά με πλησιάζει. Εσείς μπορείτε να πεθάνετε, όχι εγώ, φωνάζω, φώναζα, χτυπιέμαι, κάτω τα ξερά σας, μακριά τα σάλια σας και τα φιλιά σας, παρατήστε με. Καλύτερα μονάχη. Κι αφίλητη, ναι. Εδώ που έφτασα, στη χώρα μου που έκανα δική μου, εγώ η μόνη και ολομόναχη, εγώ δεν θα πεθάνω. Έμπηξα τη σημαία μου. Γελάστε όσο θέλετε.
 
 
 
 
Κείμενο: Lailapse
Πίνακας: James Ensor, Masks Confronting Death, 1888