Ο ΘΩΘ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΝΕΚΡΟΣ


 
 
Από τότε που ο Θωθ επινόησε την γραφή, η γλώσσα χρησίμεψε σαν παράρτημα της μνήμης για να αποθηκεύονται και να μεταδίδονται διασχίζοντας διαγωνίως τις γενιές, οι γνώσεις με ανεπιβεβαίωτη ισχύ. Ό,τι έχει καταγραφεί μέσω της γλώσσας είναι σωματικά αδόκιμο, δεν έχει πιάσει στασίδι στον κυτταρικό πυρήνα, δεν είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Γι’ αυτό οι περισσότερες “αναλλοίωτες αλήθειες” δεν είναι παρά περιστασιακές διευθετήσεις – εντολές που παρέμειναν καταχρηστικά στους αιώνες, συσσωρεύοντας ένα χρέος βαρύ όσο και ανυπόστατο. Γνώσεις που κάλλιστα μπορούν να ανατραπούν χωρίς να κινδυνεύει η επιβίωσή μας.

Από τα τέλη του προ-προηγούμενου αιώνα, με τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο αργότερα, οι καμπάνες άρχισαν να βαράνε πένθιμα στα στέκια των γενειοφόρων. Το μονοπώλιο της γλώσσας στην αποθήκευση και διακίνηση της γνώσης, κλονίζεται. Ο θεός είναι ετοιμοθάνατος, πέθανε, τρίζουν τα θεμέλια του πύργου του, το νέο κάνει το γύρο του κόσμου. Η γλώσσα παραπαίει σαν τεράστιο τοτέμ που οι ρίζες του πήραν να σαπίζουν. Οι ξυλευτές πλησιάζουν. Την επεξεργάζονται από κοντά χωρίς το παλιό δέος, τώρα η γλώσσα δεν είναι αποκλειστικότητα της απόμακρης και φοβερής εξουσίας. Καθένας μπορεί να αποσπάσει ένα της κομμάτι και να το κάνει ό,τι θέλει, χοροπηδώντας σαν διάολος με το μικρό – κι ανώδυνο φαινομενικά – τίμιο ξύλο στο χέρι: Ας σκαλίσουμε ένα γλωσσικό μπιμπελό, ας ξεσαλώσουμε με ποιήματα, ας θεωρητικοποιήσουμε, ας συνθηματολογήσουμε, ας παρερμηνεύσουμε, ας υποσχεθούμε, ας κατηγορήσουμε, ας πουλήσουμε, ας ξεπουλήσουμε, ας. Για λίγο ακόμη στο δάσος ευδοκιμούν κάθε λογής τέχνες και απάτες. Μια χαρά! Όμως μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.

Η γλώσσα συνεχίζει να χάνει ραγδαία τη δύναμη της πειθούς της. Αποδεικνύεται δυσκίνητη, αργή. Εύκολα παραχαράσσεται και δύσκολα ακριβολογεί. Αντιθέτως, οι εικόνες δείχνουν περιεκτικότατες και ακριβέστατες. Τα δίκτυα τις ξαποστέλνουν παντού, αστραπιαία και κατακλυσμιαία, εκμηδενίζοντας τον χρόνο αντίδρασης, καθώς η μία εικόνα ακολουθεί την άλλη σε μια ατέλειωτη σειρά που καταβροχθίζει τον χρόνο επ’ άπειρον. Ποιος μπορεί να παραμένει κύριος του χρόνου του, να διαβάζει, να διασταυρώνει, να επαληθεύει, να συζητά, να αφοσιώνεται, να αφομοιώνει; Οι ομορφότερες ερμηνείες του κόσμου αραχνιάζουν στα βιβλία, κοιμούνται μέσα στην σιωπή και την κατατονία των σοφών. Αποχαιρετίσαμε τη γλώσσα αλλά φάγαμε κόλλημα με τις εικόνες. Πώς διάολο θα μεταδίδεται τώρα η σκέψη; Με σειρές από το φίλμνετ; Εν τω μεταξύ ενσκήπτει η νέα βαρβαρότητα. Μήπως να διερευνούσαμε τη δυνατότητα δημιουργίας ενός νέου μέσου προκειμένου να μεταφέρουμε εκεί την χαρούμενη γνώση, αυτή που θα μας απελευθερώσει από το βάρος της χειριστικής και παγιωμένης γνώσης; Ο Γκοντάρ μας πασάρει εδώ ένα σκονάκι, επαναφέροντας την πρόκληση του Απολλιναίρ.

“It would have been strange if in an era when the popular art par excellence, the cinema, is a book of images, the poets had not tried to compose images for the more meditative and refined minds which are not content with the crude imaginings of film makers. These will become more perceptive, and one could predict that there will come a day that the photograph and the cinema having become the only publishing forms in use, the poets will enjoy a freedom heretofore unknown.”

Ας μην αργήσει άλλο η εποχή που θα “βλέπουμε” σε ονειρικές ταχύτητες το περιεχόμενου ενός βιβλίου. Που θα το ρουφάμε με τα μάτια, θα το οραματιζόμαστε σε απευθείας σύνδεση με το ασυνείδητο, θα φλασάρουμε με τον ειρμό και τα νοήματα. Που θα το ζούμε όπως τα όνειρα. Στο “βιβλίο των εικόνων” ο λόγος δεν θα είναι σύνταγμα οδηγιών και επεξηγήσεων με συγκεκριμένο σκοπό, αλλά γιορτή για τα γεννητούρια νέων σημαινόντων, ταυτόχρονα περιεκτικός, ποιητικός, πολυδιάστατος και απολαυστικός. Για όλους και για κανένα. Όπως στη συνάντηση με έναν άνθρωπο, όπου όλα τα προηγούμενα σκάνε ακαριαία. Όπως δεν ρωτάμε αν θα βάλουμε ένα τριαντάφυλλο στο βάζο, στο βάθος του κάδρου. Κι ούτε ρωτάμε αν θα πούμε τη λέξη που καρφώνεται σαν σαΐτα στο τέλος του κειμένου: ΟΞΥΓΟΝΟ.