ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ

Δυο νύχτες μάζευα
τις πεθαμένες

Από ανισόπεδες διαβάσεις
αυτή που ήθελε
στη θάλασσα να πέσει
κι όλο πήγαινε κι επέστρεφε
μες στο καρότσι μιας οικοδομής
για να πεθάνει κι έπειτα
την έπαιρναν από κοντά μου νοσοκόμοι
κι άλλες στολές
πιο ξένες

Μπροστά από περίπτερα
την άλλη
όπου έστεκε για λίγο
μέσα στη βροχή
για μια παλιλογία ακόμα
με έναν αμίλητο περιπτερά

Την μάνα μου
και την μάνα της
με όλο το μικροζωικό επάργυρο
προλάσπωμα τους

Σαν όλα τα πράγματα
δεν είχαν ούτε αυτές να περιμένουν
τίποτα
ούτε εγώ -που μ’ αγαπάς
γι’ αυτή την άκρατη προσήλωση
στο τίποτα-
δεν ήξερα τι να τις κάνω,
δεν καταλάβαινα τη γλώσσα τους
για να τις κλάψω
κάπως καλύτερα

Τι έκανα άραγε και μού ΄τυχε
αυτή η γεωγραφία;
Μάνες μου δεν μ’ αφήσατε
να σας τραγουδήσω
κάτι από το ανθρώπινο
πολύ ανθρώπινο
έστω για λίγο