LA VITA NUOVA

Siena mi fé, disfecemi Maremma

Ό,τι μαζεύει κανείς αποδίδοντάς του μια σημασία και μια θέση στη φανταστική ιεραρχία του πλούτου του, δεν έχει απαραίτητα και αξία. Ακόμα κι αν έχει, είναι αδύνατον να τη βρούμε και να την διατηρήσουμε. Κι αν ακόμη την σταθεροποιήσουμε σε μια δρώσα ένταση είναι αδύνατον να την μεταδώσουμε ως αυτό που είναι. Χαμένος κόπος.
Είναι προϊστορικός φόβος το να μην έχεις κοντά σου, στο λαγούμι σου, όπλα, πέτρες να πετάξεις σε ενδεχόμενη εισβολή εχθρών, πιο τρομακτικών από εσένα.

Από την άλλη όμως, ό,τι έχει κανείς καλό είναι.
Αυτή η αντίφαση παίχτηκε μεταξύ των δύο πόλεων που καθόρισαν την κατάσταση στην οποία βρέθηκε: έκλεισε ένας σύντομος κύκλος ζόρικης περιπλάνησης, και μαζί ένας άλλος μεγαλύτερος κύκλος, μια τροχιά λαμπερή και πολύχρονη.

Είχε επιστρέψει χωρίς καμιά νοσταλγία ή αγάπη για επανάληψη. Δεν μπαίνεις στο ίδιο ποτάμι δυο φορές. Δεν αφουγκραζόταν τίποτα πια στην πόλη του. Όταν την είχε εγκαταλείψει, είχε πάρει μαζί του λίγα πράγματα-σημαδούρες που θα επέπλεαν γύρω του σαν συντεταγμένες. Έτσι το είχε σκεφτεί και πήγε. Όμως το πράγμα δεν έσβηνε. Η εγκατάσταση ισούται με συσσώρευση. Και ξαναγύρισε. Χωρίς πράγματα. Τα άφησε πίσω του. Και, αντί να καθαρίσει στην άλλη πόλη, έγιναν όλα λευκές σελίδες στη δική του.
Διασώθηκε μόνο μια άδεια, μικροσκοπική τηλεφωνική ατζέντα που τώρα κρατούσε στα χέρια του και που ευχόταν να κάνει τα μαγικά της. Αφού όλα τα άλλα απέτυχαν.

Η ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ

Στη Θεσσαλονίκη άδειασα, η Αθήνα το φανέρωσε.

Εκείνη τη μέρα σαν τυφλός τοξότης αφουγκραζόμουν μέσα στο δωμάτιο τα ξέφτια κάποιων συνδέσμων που θα μπορούσαν να με κρατήσουν ευκρινή μέσα στον κόσμο. Αν είχαν μείνει βέβαια δεσμοί και αν κατάφερνα να τους ξαναβρώ. Ή θα έπρεπε να φτιάξω καινούργιους με τα ελάχιστα μέσα που διέθετα; Εδώ που τα λέμε τίποτα δεν διέθετα, αν εξαιρέσει κανείς την ατζέντα. Μια άδεια ατζέντα. Πήρα την απόφαση: θα επανίδρυα έναν κόσμο λαμπερό, αντάξιο της ευαισθησίας μου.

Αΐντα
Φίλη της Τζένης, οπωσδήποτε! Στη νοτόρια εκείνη μάζωξη στο σπίτι της Τζένης δεν την πρόσεξα. Είχε μείνει για λίγο, μάζεψε κάτι ποτήρια από το τραπεζάκι μπροστά μας και έφυγε. Φορούσε μαύρα και ήθελα να της μιλήσω αλλά βρήκα πιο απολαυστικό και όμορφο να την παρατηρώ. Ήταν επιβολή της περίστασης. Κατάλαβες, Αΐντα; Ένοιωσες κι εσύ μια διάφανη ασυμφωνία να ξαναβρεθούμε ή να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ; Την χαιρέτησαν όλοι καθώς έφευγε, πλην ενός που χαμογελούσε βυθισμένος σε μια πολυθρόνα.
Το απόγευμα προχώρησε ελάχιστα πέρα από αυτό.
‘Εγραψα προσεκτικά έναν ωραίο τηλεφωνικό αριθμό, αντάξιό της.

Βαγγελιώ
Με την επίκληση του ονόματος της και το ανασκάλεμα του, προσδοκούσα μια περατή ή μη περατή υποδαύλιση χάρη στην οποία -με μια σύγχρονη εκροή εικόνων από φανούς συνείδησης (ήμασταν σε τηλεφωνικό θάλαμο για να μη βραχούμε και βλέπαμε viewmaster)- θα κατέπεφτε από κάποιον αόριστο μηχανισμό ένα καρτολίνο με τον αριθμό του τηλεφώνου της συν ένα σημείωμα: «Πού είσαι φίλε μου;»
Σημείωσα γρήγορα τον αριθμό της πριν σκορπίσουν τα νούμερα στον ολισθηρό ουρανό της Μνημόριας.

Ο νεκρός Βου
Διασάλεψη. Όλα από το πουθενά και για πουθενά. Ο κομψός Βου άραγε θα μπορούσε να αναστηθεί από τα μικρά και μοιραία του λάθη;
Υπάρχει κάποιο τηλέφωνο να τον βρώ; Έγραψα μερικούς σ’ ένα χαρτί αλλά κανένας δεν του ταίριαξε. Τι κρίμα. Πραγματικά ανεπανόρθωτος χαμός. Τον διεκδικούσε το χάος πάντα. Θα του αντιστοιχούσε ένας οποιοσδήποτε αριθμός τηλεφώνου άραγε; Φοβήθηκα μην ταραχτεί η αποκοσμίκευσή του.
Σίγουρα θα του είχαν δώσει κάποιον λίγο πριν, τα κοράκια.
Τι καλλιτέχνη έχασε το Βούπερταλ!

Ροδάμανθυς
Δεν μπορώ να θυμηθώ αν υπήρξε η συζήτηση εκείνη στη κουζίνα των δίδυμων αδελφών Κ&Κ ή αν ήταν προϊόν της συζήτησης με την Βαγγελιώ. Τι να του πω αν του τηλεφωνήσω;

Carmen
Αυτόν τον αριθμό θα ήθελα να τον δει η Αναστασία. Μόνο και μόνο για εκείνη τη χοντράδα στη τυχαία συνάντηση μας στο λεοφωρείο:

  • Πού είναι οι φίλοι σου, Άρη;
  • Τι ερώτηση είναι αυτή;
  • Ποιοι είναι οι φίλοι σου;
  • Τι σε νοιάζει; Ο Γιώργος … ο …
  • Ο Γιώργος πέθανε.
  • Οι δικοί σου φίλοι είναι όλοι παλιοί, δικοί μου φίλοι.
    Αυτό την έκανε να το βουλώσει. Ήταν μεθυσμένη και εξαιτίας της φαινόμασταν σαν ηλίθιοι ξιφομάχοι στην πίσω μπάντα του λεωφορείου που αγωνίζονται χωρίς τα ξίφη τους στην μικρή Ολυμπιάδα αδιάφορων συζητήσεων. Οι επιβάτες έμοιαζε να θέλουν κάτι από εμάς, μια εξέλιξη, ένα συμπέρασμα. Τι σημασία είχε δηλαδή αν είχα φίλους; Τι τους ένοιαζε που δεν είχα; Και τι ντροπή -που μ’ είχε πιάσει- να μην έχω, φίλους ζωντανούς!

Την Βαρκελώνη την είχα αγαπήσει. Ταιριάξαμε. Σίγουρα χρειαζόμουν καινούργια σύνδεση μ’ αυτή την πόλη. Μια φίλη. Μα βέβαια! Μια Κάρμεν! Ήξερα το πρεφίξ, έφτιαξα εύκολα ένα φιξ, έναν θερμό αριθμό ακατανίκητο, στέρεο και αντάξιο μιας αληθινής φιλίας.

  • Καλησπέρα. Η Κάρμεν;
  • Ναι. Ποιος είναι;
  • Δεν ξέρω από που βρήκα το τηλέφωνο σου.
  • Με γνωρίζεις;
  • Ναι. Από κάπου, δεν θυμάμαι όμως.
  • Κάρμεν;
  • Ναι.
  • Συγνώμη για την αναστάτωση βραδιάτικα. Απλά βρέθηκα στη Βαρκελώνη και σκέφτηκα να σου τηλεφωνήσω.
  • …Οk…
  • Μάλλον… σκέφτηκα μήπως μπορείς να με φιλοξενήσεις για ένα-δυο βράδυα.
  • Μα δεν σε γνωρίζω.
  • Έχω το τηλέφωνό σου.

Κάρμεν, προς το παρόν μου αρκεί που είσαι στην ατζέντα μου. Τα πράγματα δεν πήγαν τόσο καλά. Η γέννηση ενός καινούργιου τηλεφωνικού αριθμού είναι η γέννηση ενός καινούργιου κόσμου. Το πιστεύεις αυτό; Μπορεί να συναντηθούμε. Μένεις στην ωραία πολυκατοικία του Γκαουντί. Στο διπλανό διαμέρισμα μένει εκείνη η γηραιά κυρία που έπαιζε στην ταινία … δεν θυμάμαι τώρα ποιανού ήταν. Χτύπησε μια μέρα και της άνοιξα. Μου είπε πως της ζήτησες να έρθει να δει αν είμαι καλά, αν θέλω κάτι. Δεν ήθελα να καταχραστώ την φιλοξενία σου, τα μάζεψα κι έφυγα. Ή όχι; Νομίζω έκανα μπούκα και ζούσα στο διαμέρισμά σου όταν έλειπες στη δουλειά. Ξέχασα το υγρό μπουρνούζι στον καναπέ σου. Συγνώμη. Συνάντησα στα στενά δρομάκια δίπλα στην Ράμπλα την μις χαλαρότητα την Σοφία και μου είπε πως με έψαχνες. Τι τα θες, Κάρμεν. Έπρεπε να είχα μείνει δυο μέρες ακόμη. Σε φιλώ. Θα σου τηλεφωνήσω.

Πέτρος
Μάστορας, σιδηρουργός βασικά. Θα φανεί χρήσιμος σε κάτι ιδέες που έχω για κατασκευές μεσαίου μεγέθους. Πολύ ευχάριστος χαρακτήρας.

  • Ρε συ, Πέτρο, μου θυμίζεις έναν παλιό συμμαθητή μου στο δημοτικό.
    Μια μέρα που χιόνιζε παίζαμε χιονοπόλεμο και μια χιονόμπαλα που του πέταξα τον βρήκε στο μάτι. Πήγε αμέσως στις βρύσες να το πλύνει και μου φάνηκε για μια στιγμή ότι έκανε μια άσχημη κίνηση και του βγήκε το μάτι. Σαν να το έβγαλε ο ίδιος με το χέρι και το άφησε να χυθεί στο νερό. Φρίκαρα από την ενοχή. Αυτός γελούσε. Το άγχος αυτό κρατάει μέχρι και τώρα που σου μιλώ.
  • Δεν τον ξανασυνάντησες από κείνη τη μέρα για να δεις αν όντως του έβγαλες το μάτι;
  • Βεβαίως, πολλές φορές. Κάναμε πολύ παρέα μετά από χρόνια όταν μεγαλώσαμε. Και δεν τον ρώτησα ποτέ, ήταν μια χαρά και τα δυο του μάτια. Όμως η ενοχή συνεχίζει να ζει εκτός πραγματικότητας. Έτσι δεν είναι;
  • Δεν ξέρω. Δεν έβγαλα ποτέ το μάτι κανενός.
  • Καλά κλείνω τώρα. Θα περάσω να δω πού βρισκόμαστε με την κατασκευή.
  • Άννα;
  • Ποιος είναι;
  • Τι ποιος είναι; έχει πάει μιάμισι, είπες ότι θα ‘ρθεις.
  • Ποιος είσαι, τι λες;
  • Με έστησες βραδιάτικα και δεν πήρες ένα τηλέφωνο να μου πεις κάτι.
  • Κώστα εσύ;
  • Ποιος είναι ο Κώστας;
  • Κλείνω.
  • Α μάλιστα! Και θα λυθούν όλα έτσι. Τι να πω!
  • Ποιος είσαι γαμώτο;
  • Πάνε τέσσερεις ώρες που είπες ότι ξεκινάς να έρθεις.
  • Κλείνω. Μη ξαναπάρεις εδώ. Κοιμούνται οι γονείς μου.
  • Λυπάμαι πολύ, Άννα. Εδώ τελειώνουμε.
  • Κώστα;
  • Τι Κώστα γαμώ τα ονόματά σας μέσα! Τι δυσκολία αυτά τα ονόματα σας! Τι όνομα είναι αυτό; Ποιος είναι ο Κώστας; … Άννα; … … … Έκλεισες; … … … … Άννα; … …
    Καληνύχτα.

Ωραίο βράδυ με τις οσμές βρεγμένου δρόμου μετά την μπόρα.
Καθισμένος στο μπαλκόνι, κάπνιζε πίνοντας κι ευχαριστώντας τη νύχτα που μπορεί να τα τακτοποιεί όλα μέσα της σαν χέρι. Ησυχία ο δρόμος. Μερικά βήματα ακούστηκαν να περνούν κάτω από το μπαλκόνι του.

  • Άννα!
    Σήκωσε το κεφάλι της να τον δει. Αυτός σηκώθηκε να της μιλήσει.
  • Τι φάση τώρα; Για πού το ‘βαλες;
  • Εγώ;
  • Εμ ποιος, εγώ;
  • Ποιος είσαι;
  • Άντε πάλι, όλη η μέρα πέρασε με το ποιος είμαι. Εγώ είμαι. Δεν μου είχες πει ότι θα έρθεις;
  • Πότε; Γνωριζόμαστε;
  • Σήμερα, το απόγευμα. Σε περίμενα πέντε ώρες. Τηλεφωνηθήκαμε και σου τα είπα. Τι φάση ρε Άννα; Τι μαλακίες είναι όλα αυτά, δεν τα καταλαβαίνω. Βαρέθηκα. Άσε με ήσυχο σε παρακαλώ.

Η γυναίκα προχώρησε και χάθηκε στο δρόμο.

Λίγο μετά εμφανίστηκαν τρία σκυλιά, μάγκες της πλάκας.

Τους έριξε νερό απ’ το μπουκάλι που έπινε. Μπορεί και να διψούσαν, όμως το νερό πέτυχε ένα σκυλί κατακέφαλα και άρχισαν να του γαυγίζουν όλα μαζί. Τα κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει πώς συνδέονταν με όσα είχαν ήδη συμβεί.

  • Άννα;

Το σκυλί κλαψούρισε μια δυο φορές και κάθησε. Τα άλλα δύο γαύγισαν για λίγο βαριεστημένα προς διάφορες κατευθύνσεις και σταμάτησαν.

Σε λίγο ερήμωσε εντελώς ο δρόμος.

Χτύπησε το τηλέφωνο. Το άκουγε καπνίζοντας νηφάλιος κι ανάλαφρος σαν την όμορφη νύχτα.

Δεν το βρήκε λογικό να ανοίξει και άλλες υποθέσεις, για απόψε τουλάχιστον. Είχε γίνει μια αποκατάσταση του ιστού όπου πιασμένος κι αυτός σε κάποιο σημείο του επέπλεε στο κύμα του λεπτού αέρα.