ΑΣΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ή ΝΕΚΡΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ

Α detail from Sunny Land, by George Grosz

Είχα καιρό να δοκιμάσω πέτρα και έτσι αποφάσισα να πάω στο χαμαιτυπείον εδώ κοντά, το Φύσσα Ρε Μούτσο / al ΚΡΑΎΓΙΟ όπου ξεπαστρεύει ο γονατιστός-από-το-χρήμα-κλεμμένο-από-βούρλα-ανόγαντα Κλάβδιος Κούιος ο φερμένος από την Σικελία. Ήταν να μου τη φτιάξει λοιπόν. Και του λέω, αφού βρεθήκαμε στο μαγαζί του:

– Ε Κλάβδιε, καιρό έχω να φάω καμιά πέτρα και πεθύμησα. Ο ίδιος κοντοστάθηκε λίγο. Μετά είπε:

– Κι εγώ έχω χρόνια να ρίξω καμιά σε κάναν σκάρτο μπελαλή και μου άνοιξες την όρεξη τώρα. Θα το ψάξω και θα βρω την τέλεια σπιτική πέτρα να στη κάνω κώλε’σάρδε, colesarde striffati con falso e!

– Scabro me ‘feh! Ίδωμεν.

Έχει πολύ γούστο να ξεμυζάς τα κρύφια μυστικά από ΄ναν μάστορα της κατσαρόλας. Η πέτρα colesarde είναι παραδοσιακή Σιτσιλιάνικη συνταγή που ήταν μεγάλο σουξέ στις μαζώξεις της Μαφίας. Και οι τύποι, Κύριος οίδε πόσες γεύσεις και καλή ζωή έχουν αφιερώσει στην εξέλιξή της, έχουν ντοκτορά. Εξαιρετικά αφοπλιστική, ενδεικτική και σημαντική του τρόπου που, με απλά υλικά και μέσα σε 10 λεπτά, οι του εν λόγω σιναφιού καταφέρνουν να φτιάξουν καταστάσεις με απρόβλεπτες συνθέσεις συνθηκών.

Εν τω μεταξύ, μου έλαχε ένα έκτακτο ταξίδι στο Λονδίνο, όπου επισκεπτόμενος το Broma di Lumpo, ένα έξελεντ Ιταλικό, μού ’ριξαν μια petra colesarde ως πιάτο ημέρας, οπότε πήρα μια πρώτη γεύση. Και ήθελα κι’ άλλο…Όπως και η con salsa mareva που δοκίμασα την επόμενη μέρα στο περίφημο Falsa Μanura. Έμεινα τελικά δυο εβδομάδες μέχρι επιτέλους να βρω μερικές αυθεντικές γκαργκαρόλες μινάδας που μου είχαν λείψει είναι η αλήθεια.Όταν επέστρεψα, κάποιες εβδομάδες μετά, στο χαμαιτυπείο, ο Κλάβδιο μου ’πε πως όχι μόνο βρήκε από φίλο Σιτσιλιάνο πέτρα ζυγισμένη αλ πούντο για συνταγή “θανάτου”, αλλά την είχε σερβίρει δοκιμαστικά στο μαγαζί με τέτοιο σουττσέσο που έκαναν προσκύνημα για δαύτη.

Στου Κλάβδιου προεξάρχει η χαλαρή ιταλική ατμόσφαιρα χαμαιτυπείου της πατρίδας του της Σικελίας που εκεί ο κάθε μαφιόζο ξέρει να σου πει και ένα τραγουδάκι σπαστό ενώ καθαρίζει τα νύχια του με τα νύχια του. Έξυπνοι άνθρωποι, κοσμοψημένοι που ξέρουν να ξεχωρίζουν την καλή γνήσια αυθεντική ιταλική αστική κουζίνα από μια βαυαρική φερειπείν. Ρε τον Κλάβδιο!

Κι έβαλε μπρος ο Κλάβδιο να με φτιάξει που ‘χα ξελιγωθεί έτσι άσχημα. Δεν ξέρω μετά από πόσην ώρα προετοιμασίας στη κουτζίνα, σερβιρίστηκε το επεισόδειο όπως ήταν γραφτό να συμβεί:

– Βάστα Κλάβδιο! aspeto…

– Φάε κι αυτή!

– Μα…μη, ….Nαι! Άιι!

– Νesuno mai

– Ma questo e consangre! Κλάβδιο… Ε!

– Πάρε που θες και σποντζάτο con μελιτζάνα για desert.

– Αχ! Κλάβδιο…δώσε!

– Άρπα un altra piu!

– Νο!

– Si!

Και φαγών την τελευταία πέτρα κατέπεσα al seco. Χορτάτος και ξερός.

Έτσι τελείωσε ο βίος ενός μανή των συνομιλιών με τον ουρανίσκο του. Με μάζεψαν επιμελώς και τυλιχτόν σ’ ένα τραπεζομάντηλο του al Κραύγιο με παρέδωσαν στον Ερμή τον Ψυχοκοριό για τα ειωθότα. Το παραμιλητό μου παράπονο για το άδοξο τέλος μου δεν κόπασε σε όλη τη διαδρομή.

Aααχ, γραικυλάκο μυζηθρόνε που βουλώνεις τ’αυτιά σου με λέπια di peskandritsa για να μην ακούεις σινιάλα της Ευρώπης που σε καλούν για βερνισάτζια γευσιλογίας στα πέρα μέρη κι εσύ, e tu, scemo, τρέχεις στα πετρώδη και στα κολπατζίδικα, τάχα, της γειτονιάς σου. Fortuna maledetta και μιζέρια! Μεντιτερανέο σου λέει! Τέρας! Μεντιτέρας! Καλύτερα στα Weißwurst να τα’χωνα. Στις σούπες ξινολάχανο. Θα είχα τη mia vita μου, τα έπιπλά μου. Mi mobilia, prego! Φάε di merde τώρα και τράβα να χαθείς. Μη κουνάς βρε ζώον, θα ξεράσω τις πέτρες colosarde.

Ma poi ch’i’ fui al piè d’un colle giunto, / là dove terminava quella valle / che m’avea di paura il cor compunto.

Όπου ο Ερμής ο Ψυχοκοριός, εξαιτίας της εμμονής μου να μιλώ ακατάπαυστα τα τσιτσιλιάνικα της γειτονιάς του Κλάβδιο, φαλσάρει την αντρέσα και λοξοδρομεί για το χωρίο του Κλάβδιο. Kαι εκεί, από τα μισόλογα των ξένων γυναικών που με μοιρολογάνε, θα μάθω ότι ο εν λόγω σπουδαίος χαμαιτυπάς του al Κραύγιο δεν είναι αυτό που δείχνει. Στην πραγματικότητα είναι Έλληνας άστεγος που είχε βρει το πτώμα του Κλάβδιο σε κάδο σκουπιδών και επωφελήθηκε της ταυτότητάς του χωρίς δεύτερη σκέψη. Ρε τον Κλάβδιο!

Ρε τον κορνούτο τον Κλάβδιο! Ρέεε… να με πεθάνει το΄χε! Όχι από την βία ντι Πράσσο, χριστιανέ μου! Θα κάνουμε δέκα ώρες. Ché la diritta via era smarrita. Κόψε λίγο στου Viazzio Pepero να πάρω λίγες γκαργκαρόλες μινάδας που μου έχουν λείψει είναι η αλήθεια. Μa per trattar del ben ch’i’ vi trovai,

Kαι ήταν σαν σε όνειρο μακρινό να άνοιξα βήμα

να με τροβάι κουρούνα σέκα σκούρα,

σε δρόμο που όλα φύρδην μύγδην χύμα.

Αχ, Κωλοσάρδε Κλάβδιε, ανάλατος πήγα, άδικα και Tant’ è amara che poco è più morte;

Μη τρέχεις ρε!

Xαμαί, Παπέ!

Visual: Α detail from Sunny Land, by George Grosz.