ΤΑ ΛΟΥΣΤΡΑ

1. ΟΙ ΙΝΑΦΟΙ

Η Μάχη του Σταύρου.

Όπου δείχνεται με κομψό τρόπο η αλυσιτελής διαλεκτική μορφής και περιεχομένου, η λειτουργία potlatch στο λιβιδινικό πεδίο καθώς και μύρια όσα ο προσεκτικός αναγνώστης εξορύξει ιδίοις πόροις.

Αυτός, ένας μπάμιας και μισός. Εκείνη, μια πενικιλίνη. Για τον καθένα μας. Για όλους και για κανέναν μας. Με τις ματιές της, τα ρολογάκια των χαμόγελων που τα ‘χε πλήθη να τα ξοδεύει και άλλα ευχαριστιακά τερπένια των τυχαίων συναντήσεων. Περισσότερο μια φόρμα παρά ένα κορίτσι εμπράγματο. Μια σκέψη μόνο πριν τον δρόμο που έστριβε για το Βερλίν κατά τις δωδεκάμισι μεταμεσημβρίας. Ή εκεί, στην Σαμφοράς και Τερψιθέας, στο γωνιακά φωτοχυμένο και μπανάλ μπαρ όπου η Μάχη κοσμούσε τις ώρες. Παλαιοπώληδες σκυφτοί οι υπόλοιποι. Μερικές μουνότριχες καθόριζαν τις ενδοτάξεις και επέλεγαν να χρίσουν ξέχωρα μαύρους και νωπούς από τα στρώματα και τις κορνίζες της εποχικής καλλιέργειας σκόνης. Περί μια πόζας μόνον επρόκειτο. Οι πιο εκκοσμικευμένοι είχαμε και άλλες δουλειές.

Ο Τρελός χάνει συνεχώς.

Όπου φιλοδοξείται η δείξη ενός τύπου ανταγωνισμού χωρίς επιθυμητό επίδικο αντικείμενο. Ή, απλούστερα, “Εμείς ψωμί δεν έχουμε κ΄ η γάτα πίτα σέρνει”.

Στα μπαρ, έφευγε πριν τον διώξουν. Στα ξενύχτια απέμενε τελευταίος και όρθιος να μονωδεί για μια κατάσταση που είχε λήξει. Δεν έκλεινε μάτι αν πρώτα δεν είχε νοιώσει ότι κατάφερε να τους εντυπωσιάσει όλους. Με τι; “Με τα ψέμματα”, που λέει και ο θυμόσοφος λαός. Ζούσε με τα ψέμματα. Αναφορές φτιαγμένες στο φτερό για περιπέτειες που έζησε με ηρωικά πρόσωπα της δικής του μυθολογίας, αδιαφορώντας ακόμη κι αν τα πρόσωπα αυτά ήσαν παρόντα ή προπορεύονταν. Τον άκουγαν χαμογελώντας. Έβαζε το πλαίσιο από την αρχή: ήταν το παρατσούκλι του που έσωζε κάθε λόγο του. Ήταν ο Τρελός. Το ζούσε.

Δυναμική αντιμετώπιση των λογικών data, οπωσδήποτε. Όσο για τις συνέπειες, ουδεμία! Νίχτ. Κρό Μανιόν. Διέρρεε μύθους και οπτασίες για τα πάντα χωρίς οίκτο, ασυμμάζευτος.

α. Κάποτε είχε μιαν αγάπη και την έχασε.

Από σπόντα, βρέθηκε ν’ αγαπάει. Η κομπανία χάρηκε μέχρι παρεξηγήσεως που θα άλλαζε το τροπάρι του και …τέλος πάντων, ας μη τα συζητάμε.

Του την φέρανε άσχημα. Ο καλύτερός του μέντωρ! Του κλέψαν την αγάπη του, του πήραν το παιχνίδι και την ερωμένη. Έμνεσκε πια μόρτικος και με μαχαίρι έτοιμο για τον κλέφτη του έρωτα. Κρυβόταν από τον κόσμο γιατί ήταν παντού να ψάχνει τον Κανάγια και Εκείνη. Μια ροή μίσους και κακοσχεδιασμένου φονικού τον συνεπήρε. Σκαιά μορφή πια κι ο ίδιος, όμοιος με το κακό που βρήκε, ρίχτηκε στην σωτηρία του ύφους. Άφηνε λίγο μουστάκι τη μια, καμιά καινούργια λέξη με εμμονή την άλλη, πότε πότε κάποιο φλερτ με κακοσμία, ένα ταξίδι χωρίς λόγο, μια ταμπακέρα κενή πάντα και άλλα αμήχανα και σαν εκτός κόσμου. Γιατί δεν είχε κόσμο πια, αυτή ήταν η αλήθεια και αυτή είχε να πολεμήσει. Για μια φορά στη ζωή του, πολεμιστής!

Ο Μαγιακόφσκι του ‘κανε καλό, το μίσος όμως του το έξαινε.

Φθορά και αθανασία του νεκρού κι ο πυρετός για Λίζα,

αυτοπυροβολήθηκε

για μια

κορνίζα.

β. “Γιατί βρε Λίζα;”

– Τον εβαρέθηκα ατόνα με τις παλιατζουρίες που γράφει. Και λέει.

2. ΟΙ ΝΙΣΑΦΟΙ

Στους Λόφους της Πόλης.

Όπου τα μαύρα παίζουν και χάνουν κι αυτό είναι όλο. Δεν βλέπει κανείς το κέρδος αυτού του παιχνιδιού, έτσι κι αλλιώς.

Τους έβρισκε στα απαρέκια, ημίθεους, να κρατάνε όλη την τύχη του κόσμου στα χέρια και να την πετάνε στον αέρα γιάχμα σαν βρέφος πολύτιμο. Όλοι μαζί μετά τραβούσαν πέρα απ’ το καραντί του άνθρακα, προς την πολυτέλειά του.

Ένας ένοιωθε τόσο αλίμενος που δεν έφτανε να βγάλει μια μέρα μόνος του και έπρεπε -μνέσκει αγιάτρευτη η Ανάγκη- να στέκει παράμεσος σε μια σπείρα μονοκολλητών από παιδική άνθηση και κάποια εξτραδάκια της διαδρομής. Κορυφαίος στην φωτισμένη παράγκα του, τον δρόμο προς την οποία συνέχεια ξεχνούσανε οι υπόλοιποι όταν τύχαινε να τον γυρέψουν.Φανταζόμαστε έναν λασπωμένο δρόμο-εύρημα και το παράταιρο ζευγάρι να μας υποδέχεται πάντα στην είσοδο με το φως της λάμπας να περιδιαγράφει τις μορφές τους. Με τα χρόνια, μόνο αυτό θυμόμαστε. Ούτε ονόματα ούτε ιστορία πια.

Ένας άλλος ήταν σε μόνιμη πορεία προς την εφταψυχία, αφού δεν είχε σημείο άφιξης και στάθμευσης. Ήταν μοντέλο δοκιμαστικό, απόπειρα για το Αεικίνητο. Καλή προσπάθεια. Από στόμα σε στόμα όμως χάθηκε, όπως μια γάτα που βγαίνει περίπατο. Ανάγκης και Πόρου γωνία.

Μια άλλη, κόρη φανερή, στιλπνή, δώδεκα τραίνα σημασίας, με δέκα δάχτυλα μικρά

κόρη αγίας.

Ποιά ήταν;

Πρόστρεξε Μούσα άσημη

μη μας αφήνεις μόνους

δείξε ποιας το λημνό γατί

έβγαζε φθόγγους.

Κάποιος άλλος άφηνε τις προτάσεις του μισές, ατελείωτες, ή τις έπιανε από τη μέση.

Κάτι άλλο για το θέμα αυτό δεν προβλέφτηκε.

Ο παραληθικός της οδού Liddell.

Σείστε τα σείστρα σείστε τα. Τι να πει κανείς!

Αυτός δεν ήταν εκείνος ο θεσνίκης που συνήθως ερχόταν από κει; Από μακριά φαινόταν ίδιος του, ο Τάλε Κουάλε! Οι σκληροί κάνουν συχνά τέτοια κόλπα. Από πού έσκαγε μύτη και έδειχνε έτσι άνετα ασυνεχής χωρίς προσπάθεια;

Όταν δεν ήταν ίδιος, αυτός ο τωρινός, από μακριά πλησιάζοντας πρηζόταν στην αριστερή πλευρά του και δάκρυζε το δεξί του μάτι. Γυάλιζε, κόκκινο σαν αγουροξυπνημένο. Με τον καιρό ξεχάστηκε αυτή η ομοιότητά του με κάποιον, δεν συζητιόταν πια, δεν της εδίνετο σημασία ώσπου αποφάσισε – κάποιο πρωί φυσικά- να το έχει συνέχεια κλειστό και να λειτουργεί αποκλειστικά με το άλλο. Ξεκίνησε μια καινούργια, δική του ζωή βασισμένη στο αριστερό του μάτι. Στο εξής, κάθε συνάντησή του και ένα σημάδι, μια πινακίδα οδοποιίας: {από ‘δώ πέρασε κάποιος}, λίγο πιο κάτω: {προσοχή έργο}, ώρες μετά: {άφησέ την να προσπεράσει, ποτέ δεν ξέρεις}. Συνέχισε έτσι το τραγούδι του μέχρις εκεί όπου δεν μας ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή.

Βίρα Βαρβάρα.

Όπου θα γίνει φανερό σε κάποιους πως αυτό που λέγεται  “Ιστορία” μπορεί πολύ εύκολα να ειπωθεί και αλλιώς. 

Η Βαρβάρα, ηγερία του καθημερινού, είχε πάει σε εκείνο το τηλεπαιχνίδι:

«Και τώρα η Βαρβάρα θα καταφέρει να σπάσει το πόδι της με φοβερές κινήσεις!»

«Και τώρα, ο χορός της Βαρβάρας! Μαέστρο; …»

Την βλέπαμε από έναν κύφο στη παραλία. Κάτι αναμασήματα περίσσειας ξεχασμένων ημερών. Αυτά είχαμε, αυτά ήταν. Ο νεκρός Γλόμπος, ο Εσταυρωμένος για μερικά λεπτά. Η εικόνα εκείνης της δαμασκηνιάς με τα φύλλα στο χρώμα της σκουριάς. Δεν καταλάβαμε ποτέ πώς βρέθηκε εκείνο το δένδρο μες τη ζωή μας. Οι εποχές κάτι ψεύδιζαν κι εμείς σαν να ακούγαμε την ίδια μουσική, το ίδιο τραγούδι, ξανά και ξανά, μέχρι να το μάθουμε ή μέχρι να το ξεχάσουμε. Κάπως έπρεπε να ευτυχούμε ε;

Μελιμίλητοί μου νεκρικοί δρομίτες, παύσατε τώρα, παύσατε γιατί αργείτε.

3. ΟΙ ΣΥΝΑΦΟΙ

Να’τη η λογική τρεχάτη!

Όπου δίνεται ένας αποκαλυπτικός τόνος τυχαία συναρμοσμένος από φιλοστομφία.

Ήξερε ότι το απολλώνειο πνεύμα, αυτή η πόζα η ξεσκισμένη, ταλαντώνεται ανάμεσα αρνητικότητας και γελοιότητας: αρνητική επί τα χείρω, γελοία επί τα βελτίω. Ανηφοριά η γελοιότητα, κατωφέρεια η αρνητικότης. Κι όποιον η Ανάγκη τον βάλει να ορμήξει με έλλειψη άλλης πόζας, γονιμότερης, γρήγορα θα τα μαζέψει. Με γελοιότητα φτιάχνεις καράβια, με νεγκατίβ-αγκιτάτορες πού πας; Γύμνια.

Τουτέστιν, προς τα πάνω, ουρανός, σύννεφα, που πάει να πει: από νέφος σε νέφος οι λόγοι. Έφοδος στον ουρανό: γιατί θέλειν μια ντόπα γελοιότητας η έξαρση. Με έδικτα δεν φτιάχνονται ομελέτες, μόνο μέχρι την Νάνδη για καμιά βόλτα και πίσω πάλι.

Τους κωμωδούς φέρατε και φέρατε!

Όπου και ενώ διεξάγεται η εορτή των ρεβολουσιονάριων η κωμωδή χορεύει θεόγυμνη στα κάρβουνα.

Μικρή ήτανε ράφτρα, μεγάλη ήταν ξηλώστρα. Ποια ήταν; *

Μικρή ήταν ανάφτρα, μεγάλη ήταν prima. Ποια είναι; **

Η απόφαση είναι δυνατή όταν δεν μπορεί να υπάρξει απόφαση. Το ίδιο και με την ρεβόλτα: είναι μια στιγμή τρέλας. Οι ωριμασμένες συνθήκες θα την καταδικάσουν. Επίκεινται ράγες οδηγιών. Το πρό-γραμμα του ιδιαίτερου Νόμου της επικρατεί, τελικά. Συμφωνίες και κιτάπια. Καμμένα βλέμματα και άκαιρα λόγια. Διότι θα ‘ρθει στιγμή που θα αναρωτηθούν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι: Μας βρίσκονται τίποτα φρέσκα γλωσσικά νέφη για να τη βγάλουμε καθαρή;

Ψάχνοντας τις τρύπιες τσέπες του ο Παραληθικός Της Οδού Liddell κατάφερε να βγάλει λίγο χνούδι από μια γωνιά της, ένα κομμάτι κόκκινης κλωστής δεμένης, ένα ξύλινο εξάρτημα μηχανής και κάτι ασημαίνοντα ακόμη, τερπνά για τον ίδιο. Η Βαρβάρα συμφώνησε να τα μοιραστούν οι δυο τους γιατί είχε ξοδέψει από το προηγούμενο βράδυ όλα τα ημερήσια κατάλοιπα και έκθετη πια στην ένδεια και την ανάγκη της περίστασης χάρηκε που προέβαλλε σαν άγραφτη σελίδα το κορμάκι της το καρπόφωτο. Φωτίστηκε ο τόπος μ’ αυτό το νεύμα της Βαρβάρας. Πήρε να ξαναχορεύει!

°°°

* Άγνωστον μέχρι στιγμής.

** Μια που δεν ήρθε η ώρα της ακόμα.

Pretend that you love me.

Όπου ο Νυμφίος βάφεται Κόκκινος θυσιαζόμενος για το καλό των ομοίων του ενώ η Νύφη γυμνοπόδαρη τσαλαπατά τα έθιμα.

Ξεκίνησε από ένα παγκάκι, κόκκινο. Κοντά σε ένα άγαλμα.

Ο μόνος λαλήσας την χρυσή αλήθεια των φώτων του δρόμου -μάλλον, των φώτων των αυτοκινήτων των δρόμων- σε Εκείνη Που Σκότωσε Τη Γάτα Της. Κι εκείνη τον έδεσε κόμπο. Στα παγκάκια. Και ζούσαν καλά. Και κάποια από έξω ήρθε και έθεσε εαυτήν ως κουβάρι στην ιστορία των δύο την άγραφτη μέχρι εδώ.

Κομπέρ στην αρχή, μετά βάλσαμο κρίνο μέσα σε υγρασία και τέλος, μαντόνα της διπλωπίας. Η κοινή ζωή δίπλωσε σε μια πτυχή κι έκανε σούρες, έκτοτε, σε μια ακτίνα 7 μέτρων από το κέντρο των τριών τους. Στο σινεμά, στην άπλα, στην τύχη, στο κρύο, τρίο- διπλοτυπία. Δύο ζωές σε μία. Και τρεις σε δύο.

α. Η φυγή στην έρημο της Κοζάνης.

Ξεκίνησε σαν αστείο. Κοντά σε ένα άγαλμα.

Εκείνος, με το ένα του μάτι φυγόκεντρο, πλυμένο στη δαιμοναριά*. Στο άλλο μάτι το σωστό, Εκείνη Με Τα Ξένα Ρούχα, χυμένη μέσα τους σαν εξέχον side effect της από κοινού μοιραζόμενης δαιμοναριάς.

Αυτός Που Ξέχασε είχε την έκλαμψη αρχικά. Εκείνη Με Τις Πέντε Πιπιλιές Του I Do, γέλασε. Η Βροχή έπεσε και ξανάπεσε και υπενθύμισε πως άν στις δυο ζωές, που είναι δύο σε μία η καθεμιά, προσθέσεις το 1, βγάζεις σπιθουράκια στη μέση και στα χέρια επειδή τρως από τα σκουπίδια. Μπορεί σε άλλη πιο υγρή πόλη να ήταν καλύτερα, σ’ αυτήν όμως έτυχε και τη ζωή τους χαλάσαν όμορφα, διωγμένοι από κάθε φωλιά.

Ξεκίνησαν.

Εκείνος Με Τα Δυο Μάτια Που Έβλεπαν Σαν Πέντε Τώρα πόνταρε στο κόκκινο. Η Υοσκίνη του, πεντάμορφη και στα πέντε μάτια του, θρονιασμένη μέσα στον ιδρώτα της.

Το πούλμαν έσβηνε τον κρότο από τα ασυνείδητα “Μη!”, από κινδύνους και Σανάτους.

Μακάριοι είναι όσοι δεν φοβούνται τον κύριο Γιαρόλο Πεθερού.

Μακάριοι όσοι βαδίζουν τον δρόμο για Κοζάνη.

Η γυναίκα Σου σαν πλούσια κληματαριά θα κανονίσει χώρο για τους δυο Σας.

Πρόσεξε μόνο το δεξί Σου.

Είθε να ωφεληθεί και ο λαός Σου στα παγκάκια πίσω Σου.

Χορός, στο πάρκο με το άγαλμα:

Σε σένα, ω Κόκκινε, εμπιστευόμαστε τα πάντα. Κανόνισε!

β. Η τελετή

Ξεκίνησε ξανά η τελετή! Τελικό στάδιο στο σπίτι Της πια όπου τα συμπτώματα παίζουν ρόλο υποβολέα: δηλαδή, οριστική λύσις με τον κάβο της φραγματικότητας.

Μεγαλύνθητι οι κόρες σου, Νυμφίε, και πληνθύνιτι πορευόμενος επί τόμου υδάτων καλώς αθλήσας την μυδρίαση και υπερθέρμανση κρανίου. Ω πανκίων καύχημα των εκείσε γάμον ευλογούντων.

Και συ, Νύμφη, ευφράνθητι η σαΐα Σου και χόρευε επί πάντων επίπλων ότι ηυλογηταί σου το όνομα και δεδόξασταί σου η ολεθρία φούντωσις του Πατρός Σου υπό Σού, ότι Σού εστί η προικία νυν και η δύναμις και η δόξα του Πατρός και τα χωράφια αυτού και η ειρήνη τω πνεύματί του Πατρός Σου διασαλευθείσασα συσσώματι θρόμβων και όργου και όπλου διαλαμβάνοντος και ανελέησον Σας πρεσβεύοντες την σχίση ουρανού και γης Του ανακράξας “Νυμφίε τρέχα! Κι εσύ μωρή πουτάνα πουμουκουβάλησες τον σκίμη!!”

Την ζήτησε επίσημα σε γάμο. Άγνωστο πώς, με ποιες δυνάμεις.

Διπλά έπεσαν τα σκάγια της κερατοκαύλας** : από την μια -από τα μέσα- τα σκάγια των σπλάχνων του και από απέναντι του τα σκάγια τού, εκβιασμένου για ρόλο πεθερού, πεθερού που μίσησε ακαριαίως το Στραμώνιο και τη σπορά του όλη. Γενιές ολόκληρες εκλεκτών συγγενών του Σκαστού μπήκαν στον αλλόκοτο χορό μες τους τριγμούς του κεφαλιού του αφηνιασμένου πυροβολητή.

Έπεσε ο έρημος ο Νυμφίος ο Τρέχων πάνω σε παλαιότερη στοίβα χρόνου εντελώς εχθρική προς τα δικά του πολιτισμικά σεκλέτια.

Kόκκινος σαν τους μαύρους θεούς, χωρίς όμως την αποκατάσταση εκείνων, πυροβολημένος κηνυγόσκυλος να φεύγει χωρίς φευγιό μέσα στα χωράφια που γι΄αυτόν, για την περίσταση, είχαν γίνει ωκεανός που δεν είχε γη για όρια αλλά ολούθε τον Γιαρόλο Πεθερού.

Εκείνη Μπλε Και Μαύρη. Η Ινοξία Σολανίδα, στεφανωμένη εναγωνίως στα αυτοφυή μετάξια που αλλάζουν χρώματα, με οδυνηρή φωτοφοβία πια και στόμα ξερό γεμάτο άμμο, να ασθμαίνει δίπλα Του στα αγκάθια τα τροπάνια.

Η Κοζάνη τους αντιμιλούσε μια γλώσσα μυστική, δική της, σκατένια, που σκόρπιζε από στόματα μίσια και σκληρά, στραβωμένα από την απάθεια της προσωπικής μοίρας. Ο Πεθερός Πεθερού σημάδεψε άλλη μια -τελική την είπε. Φίλησε έναν σταυρό νοητό, του ορκίστηκε αιώνια σύσπαση σιαγόνων και έριξε. … …”ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΓΑΜΩΤΟΞΕΣΤΑΥΡΙΣΑΣ! … Φουρλιασμένη φάγουσα! Στραβό σκαρκάλι μαύρο! ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΜΕΜΙΑΝΑΠΑΤΕ! Δαβαρίνα στρόχαμη!”

γ. Παρενέργειες

Δεν τον ξαναβρήκαν πουθενά τον Αχνό. Τη Νύφη την εξαφάνισε η γειτονιά, το σόι και η άδραστη μερίδα του χρόνου.

Δυο τρεις που είπαν ότι άκουσαν κάποιον να λέει την ιστορία μιας Γυναίκας Σκιάς Χωρίς Γάτα ότι τον είδε -λέει- σε όνειρο να της ψυθιρίζει ich bin weg!, είπαν και δεν ξαναμίλησαν.

Μαύρισαν και έγραψαν το άγαλμα του αδιάφορου ήρωα στο πάρκο, εκείνο κοντά στο κόκκινο παγκάκι, που τώρα λέει και σημαίνει: ich bin weg!

Μην ξεχάσω να πω και δυο λόγια για την Πάτσι, τη Σκιά Χωρίς Γάτα που, ξεμόναχη πίσω, βγήκε στο δρόμο ντατουριασμένη, μόνο με το βρακί της, για να μαζέψει άνθη ανάμεσα στα φώτα των αυτοκινήτων του δρόμου δίπλα στο σπίτι όπου άνθιζε κάποτε μ΄ Εκείνον Που Θα Γινόταν Κόκκινος.

°°°

*Υοσκύαμος (Δαιμοναριά): Βότανο πολύτιμο και επικίνδυνο, παραισθησιογόνο σε μεγάλες ποσότητες.

**κερατοκαύλα: Ντατούρα η Στραμώνιος. Γένος φυτών που περιλαμβάνει διάφορα είδη, μεταξύ των οποίων τα: Datura ceratocaula, Datura inoxia, Datura metei, Datura stramonium κ.α.

γραφικά: flâneutariat•