ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ “FELLOWSHIP” ΤΟΥ KAFKA



Ανάμεσα στους τοίχους του μικρού δωματίου, περνούσαμε ησύχως τις ώρες μας όλοι μαζί ή ένας μόνος του κι οι άλλοι τέσσερις μαζί, μπορεί και όλοι οι συνδυασμοί των ζευγαριών, τι σημασία. Αλλά έξω, στο δρόμο, στο λεωφορείο ή σε μια υπηρεσία του δημοσίου αυτομάτως, μαζί με τους περαστικούς αρχίζαμε το μέτρημα με κορυφούμενη αγωνία όσο να βρεθούμε πέντε σωστοί και τότε ησυχάζαμε, ωραίοι καιροί. Ως εκεί επήγαινε κι ουδόλως επροχώρει,

Όλα αυτά όμως τα χάλασε ένας έκτος. Δεν τον ξέραμε και ούτε θέλαμε να τον μάθουμε. Δεν μας έκανε κανένα κακό βέβαια, αλλά μας ενοχλούσε η παρουσία του και αυτό μας έκανε κακό.

Ήρθε σαν κλαπατσίμπανο και έσπρωχνε να μπει ανάμεσά μας ή να κολλήσει στην άκρη μας, έτσι όπως ιστάμεθα ωραία στοιχισμένοι στη συνύπαρξη· μεθοδικά επίμονος μας χαλούσε την αριθμητική μας ομορφιά. Ίσως η βροχή τον έσπρωχνε σε τέτοια επανάληψη γιατί εδώ και ένα μήνα βρέχει ασταμάτητα. Κάποιοι άρχισαν να διακρίνουν ομοιότητες ανάμεσα σ’εμάς και σ’αυτόν, οι υπόλοιποι ήμασταν σταθεροί απέναντι στην πλήρη ξενότητα που ανέδυε. Και μάλιστα τόσο ξένος μας ήταν και τέτοια η ενόχληση, που δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε μεγαλύτερο κακό από αυτό. Ήρθε σαν να είχε λάβει προσκλήσεις ανανεούμενες, με τέτοια βεβαιότητα καλεσμένου ήρθε. Κάτι, μάλλον, δεν είχε γίνει σαφές με το που έσκασε σαν φάντασμα μπροστά μας. Στο μεταξύ, η κάλμα της ζωής μας πάθαινε αβαρίες κάθε λεπτό που περνούσαμε μαζί του.
– Κι αν έρχεται από καμιά παλιά, ξεχασμένη αβαρία; – ακούστηκε κάποιος.
– Σίγουρα είναι αβαριάτος… ένα το κρατούμενο. – απάντησε κάποιος άλλος.
– Εγώ, για avariant τον κάνω. Είπα.

Εμείς δεν θέλαμε, αυτός ήθελε άθελά μας, έτσι, ορίστηκε η σχέση μεταξύ μας. Όλα τα συρτάρια στη ζωή γεμάτα με τέτοια αναπόφευκτα ρετάλια. Παλαβή μοδίστρα: το γύρω φαινόμενο, αμέτοχο και απλό, ο αβαρίας κι εμείς οι ξένοι του.
Στρατηγικά, δεν μπορούσε να συμβεί τίποτα άλλο εφόσον οι θέσεις ήταν περιορισμένες και οι δυνάμεις ορισμένες από την αλληλοδιάθεση των μερών του γεγονότος αυτού. Στ’ αλήθεια, μόνο ο αβαρίας προσπαθούσε να διασπάσει την πλήρη και σταθερή – φαινομενικά έστω – σύνθεση της κατάστασης για να την διανοίξει προς κάπου, αλλά κι αυτή η πιθανότητα ήταν άλλος ένας λόγος να τον θέλουμε μακρυά μας. Ή καλύτερα, άφαντο.

Έτσι ήταν. Αριθμητικά υπερείχαμε -ως σκέψη μόνο- όμως, το ποσοτικό δεν μπόρεσε ποτέ να λύσει καμιά υπόθεση, ούτε καν αυτές για τις οποίες ορίσθηκε ως αιτία και σκοπός. Σκέφτομαι ότι το πρόβλημα μπορεί να μην είναι στην σχισμή ανάμεσα σε δύο ανόμοια αλλά σε κάποια προαπαίτηση Νόμου που μέσα στο χρόνο κατέληξε να πάρει τη μορφή επωφελούς αξίας με άγνωστα οφέλη: μια οικογενειακή ιστορία, grosso modo. Ίσως μάλιστα η ίδια η σχισμή να είναι η λύση στο πρόβλημά μας. Ας την ονομάσουμε περιπαιχτικά- γιατί ονομάζοντάς την θεσπίζεται αυτομάτως- μικρή, συναπτή ασυνάφεια συστώδους ασυστασίας. Βλέπε και τους θαλασσοπνιγμένους για τα σχετικά…

Όχι ότι εμείς αγαπηθήκαμε και κολλήσαμε ο ένας με τον άλλον με την πρώτη ματιά. Αυτά δεν γίνονται σε μικρά σύνολα.
Τέτοια μικρά αλληλοσυγχωρούνται μεταξύ μας, τον έκτο μας δεν θέλουμε. Γιατί; Γιατί είναι απλά τα πράγματα. Δεν θέλουμε έκτο. Καλά είμαστε πέντε. Δεν παρουσιάστηκε ποτέ καμιά ανάγκη για έξι. Είναι, λένε, και μαγικός αριθμός το πέντε, κάτι σημαίνει για να το λένε. Δεν έχουν πει τίποτα για το έξι. Και τέλοσπάντων, εμείς τα βρήκαμε τα συμφωνήσαμε μεταξύ μας, αυτός τι θέλει τώρα ανάμεσα μας; Από πού ήρθε; Είναι ένας ασύμφορος μπελάς.

Πρέπει κάποιος από μας να του δώσει να καταλάβει.
Το πρόβλημα όμως είναι πως αν αρχίσουμε τα μπλαμπλά με δαύτον θα αρχίσει να πιστεύει πως μπορεί και να τον δεχτούμε στο τέλος. Γιατί το να μιλάς με κάποιον είναι ήδη μια σχέση. Ακόμα και το ότι ήρθε και στάθηκε δίπλα μας, είναι κι αυτό μια σχέση. Ήδη, μάλιστα, ξεκινώντας από κει που ήρθε με προορισμό εμάς, ξεκίνησε ήδη και η σχέση. Πρέπει να του δείξουμε την θέση του. Όσο όμως τον χτυπάμε με τους αγκώνες μας στα μουλωχτά να φύγει από δω, τόσο αυτός επανέρχεται. Πέφτει και καμιά κρυφή κλωτσιά πού και πού, αλλά χαμπάρι αυτός, ξανάρχεται. Τι θα απογίνουμε;