Ο ΕΝ ΟΜΙΛΩ ΟΜΙΛΩΝ

 

 

 

το βλέμμα έχει κοντά ποδάρια

 

 

Τους είδα. Τους είδα πάλι να καταφτάνουν.
Τους είχα δει και μια άλλη μέρα που είχα βγει με σκοπό να φτάσω στο τροφείο. Μάλλον, λίγο πιο πριν τους είχα δει με την πανοραμική όραση της άκρης του ματιού καθώς το κέντρο του εσέρνετο αμέριμνο από το λουρί της περιπλάνησής του. Ήταν σαν να μου έλεγε η ασυγκέντρωτη αυτή όραση πως έχω θρονιαστεί ήδη στο Χορειοχώρον, έχω παραγγείλει και τους έχω δει από την τζαμαρία να προσέρχονται αργοί από πολλές μεριές σταματώντας στο κέντρο της πλατείας και σαν σε ραντεβού, χωρίς όμως να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο, έφτιαξαν κύκλο συζήτησης και σαν ύστερα από συνεννόηση άρχισαν να μιλούν.

Ήξερα λοιπόν πού θα πήγαινα να μιλήσω, να πω αυτά που είχα να πω, μεταξύ άλλων. Θα έκανα συζήτηση. Κι άρχισα να βιάζομαι να τους φτάσω όλους. Με βιά εγώ με βιά κι αυτοί. Και τους έφτανα. Κεντρομόλοι, καμπυλωνόμασταν όλοι σε ένα υποθετικό κέντρο. Μόνο που η δική μου τροχιά φαίνεται έχανε μοίρες και βήματα μοιραία, σαν πιο ζικ ζακ με πήγαινε παρά σαν καμπύλωμα στον χώρο. Έμπλεκε το βλέμμα μες στα πόδια μου κι έφτανα απόμακρος. Πλάνη και περιπλάνηση ἔσονται οἱ δύο εἰς βάρκα μίαν.
Τους έφτασα κι είπα ν’ αρχίσω κι εγώ να μιλάω, βιαζόμουν να πω και μες τη βιασύνη μου ξεχνούσα όλο τι είχα που να έπρεπε να το πω …

Και ξεχάστηκα εκεί, στη στάση του να θες να πεις. Αυτό το ξιπασμένο “θέλω να πω” έχει μια φούρια που σχεδόν πάντα σε ξεχνάει στην ουρά και περιμένεις να φωνάξει τον αριθμό σου και ακούς αυτά που ήθελες να πεις να λένε άλλα και δώστου να αυξάνει η ουρά και δώστου να ξεχνιούνται όλα. Η πιο μεγάλη συμφορά του ανθρωπίνου είδους, του πιο ανθρωπινότερου. Κι αυτό ασταμάτητα.
Και είχα τόσα να τους πω αλλά από το στόμα μου δεν έλαβε καταφαγείν ουδείς.
Θα επέστρεφα. Ξανά. Την άλλη μέρα.
Κι αν μου έλεγαν … θα τους έλεγα … και θα λέω έτσι και αυτά και άλλα κατά το πού θα πάει η συζήτηση.

Μα αυτοί -την άλλη μέρα- βιάστηκαν να φύγουν και μάλλον εγώ βιάστηκα να έρθω. Θα μπορούσα πιο αργά επειγόμενος να έφτανα αύριο πάλι εδώ και να τους έβρισκα από την αρχή. Μου φαίνεται δύσκολο να πετύχεις με ακρίβεια αυτή την χρονορρύθμιση γιατί ακόμη και με καθυστέρηση ή πλοήγηση ενός δευτερολέπτου, θα υπήρχε αντίλαλος.

Α ρε ψεύτικοι! Ψέματα όλα!…φώναξα μια στιγμή και τσίμπησα έναν διπλανό να δω αν είναι από χαρτόνι ή πραγματικός πλησίον.

Ύστερα έβρεξε μέχρι το πρωί. Όταν θα έρχονταν πάλι θα με εύρισκαν εκεί καρτερικό, ολονύχτιο, μούσκεμα μέχρι το κόκαλο και θα είχαν έτσι μια επιπλέον έκπληξη που θα ήμουν ανάμεσά τους τόσο μοναδικός, τόσο ανθρώπινος!

 

 

 

2 thoughts on “Ο ΕΝ ΟΜΙΛΩ ΟΜΙΛΩΝ

Leave a reply to Μαρία Cancel reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.