Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΥΠΝΟΣ

Ι.

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΥΠΝΟΣ

Το Θέατρο Κήπου έσφυζε από κόσμο και έντομα. Ζεστή καλοκέρινη νύχτα, δύστονα που ανέπνεαν όλα, μπάμπουρες με βουητά σαν ακροαστικά. Μείωνε την όραση η πνιγηρή συνθήκη. Έλιωναν τα πρίμα και τα dolby του soundtrack αυτής της ποντικοπαγίδας. Κάποιοι -άκουσα να λένε- νόμιζαν πως ονειρεύονταν. Τελικά, κρυφακούοντας έμαθα πως θα δινόταν μια διάλεξη! Διάλεξη! Και η αφίσσα που εβόα «Ο Κίτρινος Ύπνος»; Απάτη; ‘Ετρεξε κάτι με τον Χρόνο ή τα χρόνια και παράπεσε η βραδιά σ’ άλλη βαρυτική καμπύλη; Όλα τα περιμένω πια από τους ανθρώπους και τα άνοστα κόλπα τους. Ξεπετάχτηκαν δύο σκύλοι από τους θυσάνους στα πλαϊνά του θεάτρου και έστησαν ένα βήμα μπροστά από την οθόνη. Σαν το αλλόκοτο ξόανο, άδειο ντιπ, ούτε καν μια γυναίκα μέσα, έστω τεμαχισμένη. Περίμενα να βγει. Και τίποτα. Και εκεί παραιτήθηκα.

ΙΙ.

Η ΔΙΑΛΕΞΗ

Φαίνεται πως η ζωή μου, αυτό το δικαίωμα που απόκτησα ως εξ αγχιστείας μέλος σχηματισμένο με όλα τα έκδοχα ποσιμπίλια διαφόρων διατόνων μια μέρα ενός Ιούνη – ω και είναι τόσο μπλεγμένο ήδη αυτό!- είναι σαν να με επιστρέφει συνέχεια στο «Άλλο Σημείο».

Έμοιαζε να έχει μια εκκρεμότητα η βραδυά. Επέστρεψα. Είδα άδεια την θέση όπου καθόμουν χθές κι ο φωτισμός ίδιος. Προχώρησα σαν τον ψύλλο που η ίδια παλιά υποδοχή τον υποδέχτηκε, η γνώριμη θέρμη της ίδιας καρέκλας-ζώο, το γεμάτο θηλές δέρμα της.

Σε ποια συχνότητα εκρέω άραγε; Στα δεξιά μου έριχνε την μεγάλη σκιά του ο Ανατολικός της Λυών -σκέφτομαι πως καλύτερα Γεωγραφία παρά εκείνα τα ιστορικά σιχάματα με τις αδιανόητες μάσκες που θέλουν όλες τα ίδια πράγματα. Κρίμα, τόσο πολύ υλικό αλλά χαλασμένο-.

Καθήμενος στην χθεσινή μου καρέκλα βρέθηκα όρθιος σε βάθρο κακής ποιότητας, φορμάικα. Πολύ φως επάνω μου, τι να το κάνω τόσο!

«Λιγότερο φως παρακαλώ», φώναξα, μη ξέροντας προς τα πού. Το Θέατρο Κήπου γεμάτο, όλοι σε αναμονή. Φωνή γοόουντοο! Παντερήμων…ανέτοιμος για τέτοια. Πάλι. Το ίδιο.

«Αγαπητοί συνεντευκείδες, πολλά τα χάλια σας και απόψε».

Εδώ σταμάτησα.

ΙΙΙ.

OI ΣΕΝΣΕΣΙΟΝΑΛΙΣΤΕΣ

Κι ενώ στεκόμουν άλαλος στο βήμα, έρχεται κατακέφαλα κοάν! «Η Σαθρότητα είναι άλλοθι για ένα άλλο είδος μέριμνας ή μήπως αγάπης;»

Ιδέα δεν είχα πόθεν ήρθε. Ό,τι έρχεται ακαριαία θέλει χρόνια για να εξηγηθεί. Ας το αφήσουμε προς το παρόν. Θα πάρουν τη σειρά τους τα πράγματα, θα βρούν πού να σταθούν. Οι αλήθειες εμποδίζουν το τρελαμένο ζώο των υπερυπόγειων αγώνων, την αντίληψη, να εργαστεί απρόσκοπτα. Μια το χρώμα, μια κάποια αισθητηρίαση, μια το εκτατό παρόραμα, ο καφές που χύνεται, ο Σιμούν ο φονιάς και τόσα μύρια άλλα.

Ας πούμε όμως κάτι γιατί άρχισε ένα σούσουρο στην πλατεία, είδα και κάτι γυρισμένες πλάτες. Είχαν μαζευτεί κάτι παιδιά και φώναζαν αλλά μέσα στην αναστάτωση δεν άκουγα ξεκάθαρα τι. Πέταξαν στον αέρα χαρτιά και μάζεψα ένα από κάτω. Με μια γρήγορη ματιά είδα ότι θα μπορούσα κάλλιστα να το απαγγείλω. Ήταν ένα πολυχρησιμοποιημένο χαρτί μετρίου αναστήματος σαν μπροσούρα χειρόγραφη με πολλά ορθογραφικά λάθη.

Πάνω κάτω τα εξής:

«Εμείς, η “Συντεχνία της Απλής Πράξης” αποφασίσαμε μετά από ψευδείς αναβολές και αναστολές να φανερωθούμε φορώντας τα αυτοσχέδια καπέλα μας ό,τι κι αν γίνει, βρέξει χιονίσει.

0 Υπάρχει μια μεγάλη σύγκρουση που την κρύβουν από τον κόσμο. Αλλά κι ο κόσμος δεν πάει πίσω. Ανέχεται μόνο τα εξευγενισμένα μέταλα των δικών του εκκρίσεων. Αυτός είναι ο λόγος που δύο διάφωνες κοσμοθεάσεις παραμένουν μπλεγμένες μεταξύ τους με ανάθεμα και παρακρούσεις γεννημένες από μία κοινή Ιστορία.

1 Στην αρχή ήταν το στρατόπεδο και η αναπόφευκτη καλοσύνη. Μετά μπερδεύτηκαν όλα τα συναισθήματα. Για εμάς τους νεοφερμένους η μόνη εικόνα που στοιχειώνει όλα τα χρόνια της ανάπτυξής μας είναι η εικόνα που έθεσε ως ηθικό όριο του ανθρώπινου είδους αναδεικνύοντάς την με το καθαρό του βλέμμα, ο Παζολίνι: το γερμανικό Lager: τo στρατόπεδο συγκέντρωσης.

2 Η οριστική συσσώρευση. Αυτή που υπερβαίνει την χρησιμότητα και την ολοκληρώνει.

3 Απίστευτες εντάσεις και νέφη λόγου έρχονται από τα βορεινά. Δεν ξέρουμε που θα οδηγήσουν όλα αυτά»

Στο μεταξύ τα παιδιά είχαν ανάψει φωτιά και άρπαζαν πράγματα από δω κι από κει, ό,τι έβρισκαν, για να την κάνουν να φουντώσει. Μόλις πήρε λίγο ύψος, άρχισαν να σηκώνουν τις καρέκλες και να τις πετούν στις φλόγες. Τόσο τα είχε συνεπάρει η έξαψη αυτής της διαδικασίας που, τα καημένα, παιδιά καθώς ήταν, δεν πρόσεξαν ότι μαζί με τις καρέκλες πετούσαν και τους καθήμενους γονείς! Ακόμα κι όταν το αντιλήφθηκαν όμως, δεν σταμάτησαν, από φόβο μην και σωθεί και σβήσει και χαθεί η φάση: το ομαδικό κατόρθωμα!

Ξεκίνησα να αναμεταδίδω τα όσα διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια μου.

«Βλέπετε, εδωνά δα! Ο κύριος Νέκυς, σοφότερος και εκβλητότερος από ποτέ! Η κυρία Νέκρα με σπασμούς! … Πώς είστε κυρία μου; … Θέλετε κάτι; … Τι μυρίζει έτσι;» Και λοιπά.

Παρατήρησα πως κάποιοι γονείς, με το που πετάγονταν στην φωτιά άφηναν να σχηματιστεί ανεπαίσθητα στα χείλη τους ένα χαμόγελο -και μόνον έτσι θα μπορούσα να το περιγράψω: πολύ ανθρώπινο! Ένας κύριος μάλιστα άρχισε το τραγούδι. Ο γιος του τον πλησίασε και με γουρλωμένα μάτια και σφιγμένους μύες στον λαιμό του, τον κοίταξε και είπε:

– Πατέρα μέλπεις; Δεν καίγεσαι;

Και ο φίλος δίπλα του, με τον ίδιο τετανικό ενθουσιασμό:

– Κάρλο, ρίξε του λίγο κέτσαπ μήπως πάρει μπρος και καταλάβει επιτέλους τι παίζουμε εδώ.

IV.

Dove sta amore

Η ένταση είχε κατακυριεύσει τους πάντες, τα παιδιά είχαν ξεσαλώσει. Μια πλημμύρα χαράς, αγωνίας και θερμότητας σε βαθμό πυρετού. Δέν ήξερα γιατί συνέβαιναν όλα αυτά. Η φωτιά είχε πάρει τον δρόμο της. Τα έτρωγε όλα σιγά σιγά. Κάθε τόσο ανέβαινε και στεκόταν δίπλα μου στο βήμα ένα παιδί και εξακόντιζε ένα σύνθημα, άγνωστο προς ποιούς.

«Ούτε χίλια σκαλιά δεν πρόκειται να σας σώσουν. Βρωμάτε πανάθεμά σας!»

Μου έκανε εντύπωση ένα μικρό κορίτσι με σαλοπέτα, γύρω στα 10, που είχε καθήσει οκλαδόν στην άκρη της σκηνής και έγραφε σε ένα σημειωματάριο. Μετά από λίγο πλησίασε στο βήμα και άρχισε να απαγγέλει το ποίημα που μόλις είχε γράψει με τον τίτλο «Ο κίτρινος ύπνος».

«Και έτσι,

Τραγουδάω σε όλες τις πόλεις

Από την ίδια πόλη την κίτρινη κάθε φορά

Έφεσος Παλμύρα Σινασός Κρότωνας Γάζα

Ο κοινός τους άνεμος δεν μας αρκεί

Αν την αγωνία σου έχασες για πάντα

πώς θα γυρνάς, πώς θα χωράς

σε ξένα σπίτια;

Save.»…

Κοιταχτήκαμε για λίγο και κατάλαβα πως ήταν συγκινημένη. Τα μάτια της ήταν υγρά και κόκκινα. Μπορεί όμως να οφειλόταν στην κάπνα. Τι να πω; Δύσκολο πράμα η συγκίνηση. Παρόλο που διαισθάνθηκα ότι η μικρή ήθελε να με παρασύρει, προτίμησα να παραμείνω ασυγκίνητος… Συνέχισα: «Τι έλεγα; Δεν έχει πια σημασία. Ακόμα και στη μέση του δρόμου μπορούν να σε παρασύρουν αλα-μπρατσέτα δυο χαμογελαστές κυρίες μεγάλης ερυθρότητας με τις μαγείες τους, με τα τραγούδια τους, με τις ευφρόσυνες ανακολουθίες που έχει ανάγκη ο κόσμος εκείνη ακριβώς την αποφασιστική στιγμή, ο καλύτερος πιθανός κόσμος σε κείνο ακριδώς το κρικ της ακρίδας, το τικ του ψύλλου! Ο καλύτερος πιθανός κοασμός!»

Στο μεταξύ στην αφήγησή μου είχε υπερισχύσει το τραγουδιστικό πρότυπο της opera buffa.

Κάποιοι ιστάμενοι με πόζα αηδή στο αναψυκτήριο, δυο βαρώαροι της sinfonietta της βάρκας του Υαβάτου έγιναν λαγοί. Πανικώτατοι υγροκουβάδες χωρίς γλώσσα, μόνο μάζα και κίνηση, άρχισαν να πηγαινοέρχονται επί τόπου. Η σκηνή έγειρεν απότομα. Έσπασαν τα υδραυλικά συστήματά της που πριν την κουνούσαν σαν να έπλεε αμέριμνη σε μικρά ασφαλή κύματα και τώρα άρχισε να κάνει επικίνδυνες καμπυλωτές τροχιές ανεβαίνοντας ψηλά και βουτώντας βίαια κάτω. Έγινε ένα ταψί του Λούνα Παρκ, αλλά με άσχημο χαρακτήρα. Κάτι θα είχε προηγηθεί. Κάτι που δεν έπρεπε να έχει ειπωθεί. Όλοι άρχισαν να καμώνονται τους υπεύθυνους αυτής της μυθωδίας χωρίς σκοπό.

Όλο και κέρδιζε σε ύψος η τροχιά του ταψιού. Όλο και περισσότερο κρατούσε η παραμονή μας στον αέρα.

– Να πάμε κι άλλο προς τα πάνω, να μας δει ο Θεός να μας ασπρίσει τη ψυχή μέσα σ’ αυτήν τη σκοτεινή διάβαση.

Μετά, αναγκαστικά, απολύθηκαν από το Βάρος.

– Dove sta amore

– Where lies love

– Εδώ, εδώ! Στη πυρά και το κακόσταλτο το σοφό κουράδι.

– Πού είσαι; Κρατήσου.

– Εγώ δεν μπορώ πια άλλο. Σταματάω εδώ.

Dove sta

– Στα χαλάσματα της νύχτας.

– Dove sta?

Dove sta amore

Where lies love

Dove sta amore

Here lies love

The ring dove love

In lyrical delight

Όλα έχουν αποσυντεθεί και ανατιναχτεί και στον αέρα σχεδόν αναδιαταχθεί στα μέρη μιας μηχανής που ακόμα δεν βγάζει νόημα. Οι άκρες της είναι αναμονές καμιάς συνάντησης. Κι όμως είναι εδώ. Όλα. Άραγε θα τα χρειαστούμε ξανά; Κάποτε θα ασχοληθούμε πάλι με αυτά; Ήδη φυτεμένη θα παραμένει μέσα τους η περιέργεια μας. Εκείνη η αξεκαθάριστη απορία για την αληθινή καταγωγή τους. (Και εδώ θα εξαιρέσουμε οποιονδήποτε χαρακτήρα αναπτύσσεται πάνω στη ρίζα ανθρω-)

.

One thought on “Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΥΠΝΟΣ

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.